Παρασκευή 18 Σεπτεμβρίου 2015

Leaving Home...


I always found the name false which they gave us: Emigrants.
That means those who leave their country.
 But we did not leave, of our own free will. Choosing another land. 
Nor did we enter into a land, to stay there, if possible for ever.
Merely, we fled. We are driven out, banned. 
Not a home, but an exile, shall the land be that took us in.

Restlessly we wait here, as near as we can to the borders,
awaiting the day of return, observing beyond the boundary 
every smallest alteration, zealously asking
every new arrival, forgetting nothing and giving up nothing.
 Not forgiving anything which happened, forgiving nothing.
Ah, the silence of the sound does not deceive us! 
We hear the shrieks from their camps even here. 
Yes, we ourselves are almost like rumors of crimes, 
which escaped over the frontier. 
  Every one of us, who with torn shoes walks through the crowd
bears witness to the shame which now defiles our land.
But none of us will stay here. 
The final word is yet unspoken.

B. Brecht,  Concerning the Label Emigrant, 1937 
(orig. Über die Bezeichnung Emigranten) 

 Immigrants on line leaving Ellis Island waiting for ferry to N.Y. Photo ca 1900
Immigrants crowd together on the deck of the "Kroonland".
 Manhattan, New York, September 1920
Immigrants stand on the dock of Ellis Island waiting to be transferred.
New York, ca 1920

Λαθεμένο μου φαινόταν πάντα τ’ όνομα που μας δίναν: «Μετανάστες»
Θα πει, κείνοι που αφήσαν την πατρίδα τους. Εμείς, ωστόσο,
δε φύγαμε γιατί το θέλαμε, λεύτερα να διαλέξουμε μιάν άλλη γη. 
Ούτε και σε μιάν άλλη χώρα μπήκαμε να μείνουμε για πάντα εκεί, αν γινόταν.
Εμείς φύγαμε στα κρυφά. Μας κυνήγησαν, μας προγράψανε.
Κι η χώρα που μας δέχτηκε, σπίτι δε θα ‘ναι, μα εξορία.

Έτσι απομένουμε δω πέρα, ασύχαστοι, όσο μπορούμε πιό κοντά στα σύνορα, 
προσμένοντας του γυρισμού τη μέρα, καραδοκώντας το παραμικρό
σημάδι αλλαγής στην άλλην όχθη, πνίγοντας μ’ ερωτήσεις
κάθε νεοφερμένο, χωρίς τίποτα να ξεχνάμε, τίποτα ν’ απαρνιόμαστε,
χωρίς να συχωράμε τίποτ’ απ’ όσα έγιναν, τίποτα δε συχωράμε.
Α, δε μας ξεγελάει τούτη η τριγύρω σιωπή! 
Ακούμε ίσαμ’ εδώ τα ουρλιαχτά που αντιλαλούν απ’ τα στρατόπεδά τους. 
Εμείς οι ίδιοι μοιάζουμε των εγκλημάτων τους απόηχος, 
που κατάφερε τα σύνορα να δρασκελίσει. 
Ο καθένας μας, περπατώντας μες στο πλήθος με παπούτσια ξεσκισμένα,
μαρτυράει τη ντροπή που τη χώρα μας μολεύει.
Όμως κανένας μας δε θα μείνει εδώ. 
Η τελευταία λέξη δεν ειπώθηκε ακόμα.

Μπ. Μπρεχτ, Για τον όρο Μετανάστης , 1937 



In memory of all those who died assassinated
seeking a better future away from home...